ομολογητικός

ομολογητικός
-ή, -ό (Μ ὁμολογητικός, -ή, -όν) [ομολογητής]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία ή στον ομολογητή
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμολογητικόν
επιβεβαίωση, επικύρωση.
επίρρ...
ὁμολογητικῶς (Μ)
με ομολογητικό τρόπο, όπως ο ομολογητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁμολογητικόν — ὁμολογητικός of masc acc sg ὁμολογητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογητικαῖς — ὁμολογητικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογητικοῦ — ὁμολογητικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογητικῆς — ὁμολογητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογητικῇ — ὁμολογητικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογητικήν — ὁμολογητικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογητικῶς — ὁμολογητικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμολογητικῷ — ὁμολογητικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”