- ομολογητικός
- -ή, -ό (Μ ὁμολογητικός, -ή, -όν) [ομολογητής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομολογία ή στον ομολογητήαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμολογητικόνεπιβεβαίωση, επικύρωση.επίρρ...ὁμολογητικῶς (Μ)με ομολογητικό τρόπο, όπως ο ομολογητής.
Dictionary of Greek. 2013.